- κλυστῆρι
- κλυστήρclyster-pipemasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλυστήρι — το (AM κλυστήριον) (νεοελλ. μσν.) 1. κλυστήρας* 2. κλύσμα* αρχ. κλυστηρίδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυστήρ + υποκορ. κατάλ. ι(ον), πρβλ. ποτήρ ι(ον), ποτιστήρ ι(ον)] … Dictionary of Greek
ένεμα — το (Α ἔνεμα) 1. αυτό το οποίο ενίεται, εισάγεται με κλυστήρι 2. κλύσμα … Dictionary of Greek
γλυστήρι — και κλυστήρι, το [κλυστήριον] 1. το κλύσμα 2. πλύση που γίνεται με κλύσμα … Dictionary of Greek
κλυστήρας — κλυστήρας, ο και κλυστήρι, το συσκευή που χρησιμεύει για εισαγωγή υγρού σε κοιλότητες του σώματος για θεραπευτικό σκοπό, κλύσμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)